- τριτοβάμων
- τρῐτο-βάμων [pron. full] [ᾱ], ον, gen. ονος,A forming a third foot,
βάκτρον E. Tr. 275
(lyr.); cf.τρίπους 11
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βάκτρον E. Tr. 275
(lyr.); cf.τρίπους 11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριτοβάμων — όνος, ὁ, ἡ Α φρ. «τριτοβαμονος βάκτρου» με το μπαστούνι που είναι σαν τρίτο πόδι (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + βάμων (< βαίνω), πρβλ. μονο βάμων] … Dictionary of Greek
τριτοβάμονος — τριτοβά̱μονος , τριτοβάμων forming a third foot gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)